προωθούμαι

προωθούμαι
προωθούμαι, προωθήθηκα, προωθημένος βλ. πίν. 74

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • προσεπεκτείνω — ΜΑ 1. επεκτείνω περισσότερο 2. παθ. προσεπεκτείνομαι προωθούμαι, προχωρώ περισσότερο …   Dictionary of Greek

  • προωθώ — προωθῶ, έω, ΝΜΑ ωθώ, σπρώχνω προς τα εμπρός νεοελλ. 1. μτφ. α) βοηθώ κάποιον να προοδεύσει, να προαχθεί, συντελώ στην ιεραρχική εξέλιξή του («υπάρχουν φήμες ότι τήν προωθεί ο διευθυντής της») β) (σχετικά με ζητήματα, υποθέσεις) επισπεύδω την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”